- παιδικῶν
- παιδικόνof a childneut gen plπαιδικόςof a childfem gen plπαιδικόςof a childmasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παιδική λογοτεχνία — Aκόμα και ο ορισμός υπήρξε, στις αρχές του 20ού αι., το κέντρο οξύτατης πολεμικής. Θεωρητικά, δεν μπορεί να διακρίνει κάποιος με ακρίβεια την παιδική λογοτεχνία από τη λογοτεχνία για ενηλίκους, αν και υπάρχουν βέβαια ορισμένα βιβλία που… … Dictionary of Greek
παιδικός σταθμός — Ειδικό παιδαγωγικό ίδρυμα που δέχεται, κατά κανόνα, παιδάκια 3 5 ετών, δηλαδή πριν από το δημοτικό σχολείο. Η εμφάνισή του, μετά το προηγούμενο των αιθουσών φύλαξης, είναι εντελώς σύγχρονη, συνδεδεμένη με την εμφάνιση και διάδοση του… … Dictionary of Greek
παΐδι — Από βιολογική άποψη θεωρείται π. ο άνθρωπος από τη γέννησή του μέχρι τα 9 του χρόνια ή και μέχρι τα 11 14, ανάλογα με τους επιστήμονες οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Η επιστήμη που ασχολείται με το π. είναι σχετικά νέα. Οι αρχαίοι… … Dictionary of Greek
παιδί — Από βιολογική άποψη θεωρείται π. ο άνθρωπος από τη γέννησή του μέχρι τα 9 του χρόνια ή και μέχρι τα 11 14, ανάλογα με τους επιστήμονες οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Η επιστήμη που ασχολείται με το π. είναι σχετικά νέα. Οι αρχαίοι… … Dictionary of Greek
παιδιατρική — Κλάδος της ιατρικής ο οποίος ασχολείται με το παιδί. Eίναι επίσης δυνατό να ορισθεί ως η μελέτη της φυσιοπαθολογίας της αύξησης, αφού η λειτουργία της ανάπτυξης του ανθρώπινου οργανισμού σε καμιά άλλη περίοδο της ζωής δεν είναι τόσο έντονη, όσο… … Dictionary of Greek
παιχνίδι — Οποιαδήποτε ελεύθερη έκφραση σωματικής ή ψυχικής ενέργειας, που δεν κατευθύνεται σε ωφελιμιστικούς σκοπούς, θεωρείται παιχνίδι. Με άλλη έννοια ο όρος περιλαμβάνει και το αντικείμενο με το οποίο παίζει κάποιος. Η ιδέα όμως του π. δεν είναι τόσο… … Dictionary of Greek
Μεταξά, Αντιγόνη — (Αθήνα 1905 – 1971). Παιδαγωγός, συγγραφέας παιδικής λογοτεχνίας και παραγωγός ραδιοφωνικών παιδικών εκπομπών. Κόρη εκπαιδευτικού, σπούδασε παιδαγωγική στο Παρίσι και φοίτησε στη Δραματική Σχολή του Ελληνικού Ωδείου. Ξεκίνησε την επαγγελματική… … Dictionary of Greek
ANTEROS — I. ANTEROS Martis et Veneris fil. cuius meminit Cicer. l. 3. de Nat. Deorum, et Pausan. l. 1. apud quem δαίμων dicitur, ultor scilicet eorum, qui vel amantes vel amores spernunt. Anteros etiam dictus est Apollonius Alexandrinus Grammaricus,… … Hofmann J. Lexicon universale
PAEDEROS — herba, quae alias caerefolium sive acanthus, unde paederotinas vestes Veterib. usitatas nomen traxisse nonnulli volunt. Sed herbae illae vim non habent tingendi, nec ullum follô vel flore colorem praeferunt, cuius nomne aut similitudo in vestes… … Hofmann J. Lexicon universale
PUELLATORIAE Tibiae — apud Solin. c. 5. Thermitanis locis Insula est arundinum ferax, quae accommodatismae sunt in omnem sonum tibiarum: seu praecentorias facias seu vascas seu puellatorias, quibus a sone clariore vocamen datur: sive gingrinas etc. inSchedis Palatinis … Hofmann J. Lexicon universale